«O φωτεινότερος φακός του κόσμου» ,
του Γιώργου Κασαπίδη,
είναι μια συλλογή 20 διηγημάτων, κυκλοφόρησε πρόσφατα και αύριο θα τη συζητήσουμε στη Λέσχη Ανάγνωσης Δράμας, στις 7 το βράδυ, στο καφέ Φάμπρικα
Διάβασα δυο φορές το βιβλίο γιατί ήθελα να ψηλαφίσω καλύτερα τα σημεία που μου ξέφευγαν. Αυτό κάνει ο Κασαπίδης σε αυτό του το πόνημα. Σε ξεγελάει με μια καθαρή και στρωτή γλώσσα και νομίζεις ότι αποτυπώνει αυτοβιογραφικά την καθημερινότητα και ότι η γραφή του είναι απλή. Μετά καταλαβαίνεις ότι πρέπει να ξαναδείς το κείμενο. Να κοιτάξεις εκεί που σου δείχνει. Να ψάξεις για να καταλάβεις καλύτερα.
Μου θύμισε αυτή η συλλογή έναν μεγάλο μας ποιητή, τον Νίκο Καββαδία γιατί κι εδώ υπάρχει συχνά το ονειρικό, η φυγή από την πραγματικότητα, η αλληγορία και η κατανόηση τόση ώστε να πεις ότι εδώ κάτι με αφορά, πρέπει να το ξαναδώ προσεκτικά.
Παράδειγμα οι 33 τριανταφυλλιές, στο διήγημα 33. Το μεράκι του ήρωα , που ομόρφαιναν και ευωδίαζαν μέσα κι έξω το σπίτι, αλλά , αν το έβλεπε κανείς από άλλη σκοπιά, η βάση τους ήταν ένα αγκαθωτό πλέγμα που μαζί με τα σύρματα της περίφραξης δεν τον άφηνε να ξεφύγει από εμμονές και την ηχηρή του μόνωση. Άλλωστε οι φυλακές , που μπορούμε αλλά δε θέλουμε να ξεφύγουμε, είναι οι πιο σκληρές. Άλλο παράδειγμα ο καθρέφτης του Μπόρχες, τα σπασμένα κομμάτια και τα είδωλα του νέου και του γερασμένου εαυτού.
Ο συγγραφέας παρατηρεί, δεν κρίνει, δικαιολογεί έμμεσα ακόμα και τους αρνητικούς του ήρωες , προβάλλει όμως από παντού η ανάγκη να σεβαστούμε τον όποιο άνθρωπο. Ακόμα και τον «αγαπητικό» στο εξαιρετικό ομότιτλο διήγημα του βιβλίου, που κακοποιεί, εκδίδει, προδίδει αλλά έχει και το βαρύ του ιστορικό .
Στην Δαγκωμένη κοτόπιτα, ο Χολάνι, ο αφρικανός βοηθός στο μαγαζί με τις πίτες, μας κλέβει την καρδιά με την κωμικοτραγική του αφήγηση σε σπασμένα ελληνικά και με τη φράση «Δεν ήθελα να μιλήσω άλλο για χώρα μου, μάνα μου μόνη να προσέχει όλους…». Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν γύρω μας αθόρυβοι, σχεδόν κρυμμένοι κι ο Χολάνι , μας προκαλεί να τους δούμε με άλλα μάτια.
Το διήγημα Μάρκος Δράκος μου άφησε ζεστή στο μυαλό μου τη φράση που έλεγε ο περιθωριακός ήρωας για την ανήμπορη μάνα του που φρόντιζε δυο χρόνια μόνος. «Ντρεπόταν πολύ στην αρχή, αλλά και μετά…Γιαυτό δε θέλω να συμπεριφέρεται κανείς άσχημα σε ηλικιωμένους».
Στο τελευταίο διήγημα, ο παππούς Αβράχ, με την σοφία των παλιών λέει πως είναι αμαρτία να αφήνουμε τα ζώα νηστικά και τους ανθρώπους χωρίς συντροφιά . Ένας παππούς με μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, αιχμαλωσίες αλλά και τραγούδι, που μας θυμίζει πόσο κάτω από την επιφάνεια των διηγημάτων της συλλογής κρύβεται το δικό μας θησαυροφυλάκιο αναμνήσεων , ανθρώπων και καταστάσεων που μας σημάδεψαν και όρισαν τη δική μας ιστορία αλλά και του τόπου.
Ο υπότιτλος «19+1 ιστορίες που δεν θα γίνουν σενάρια για ταινίες μικρού μήκους» (γιατί όχι ; Όλες οι ιστορίες ή σχεδόν όλες προσφέρονται με το παραπάνω) με έκανε να ψάχνω τη μια . Το Bachelor’s walk μου ταιριάζει περισσότερο για το +1 γιατί θυμίζει χαμηλή πτήση πάνω από το ιστορικό κέντρο του Δουβλίνου, τα μνημεία και τα ορειχάλκινα αγάλματα των καθημερινών ανθρώπων μιας άλλης εποχής, τις ιστορίες τους αλλά και τις ιστορίες των σημερινών ανθρώπων της πόλης. Ίσως όμως και όχι γιατί έχει πολλές κοινές αναφορές με τα άλλα διηγήματα . Οι άνθρωποι κι εδώ υποφέρουν γιατί είναι δύσκολο να τα βρουν μεταξύ τους κι όταν πια είναι αργά…. «είναι πάλι τύχη(πάντα υπάρχει παρακάτω) να έχεις έναν δικό σου χώρο να απελπίζεσαι ή να σκέφτεσαι πώς έπρεπε να έχεις δώσει περισσότερα πράγματα από όσα ήλπιζες να πάρεις , να ήξερες να φέρεσαι καλύτερα στους υφισταμένους σου, στις γάτες , στα αδέσποτα σκυλιά, σε κείνους που σερβίρουν με ευγένεια, στους άγνωστους περαστικούς, στη σύντροφό σου, στον ίδιο σου τον εαυτό και να έχεις πάντα κάτι που να μην έχει λήξει στο ψυγείο, να σου κόβει την πείνα, τη δίψα, την απραξία, την απογοήτευση….»
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα θέλω να πω ότι «Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου» είναι ένα βιβλίο για πολλές αναγνώσεις, που κάθε μια μας κάνει να καταλαβαίνουμε περισσότερο τους ήρωες των διηγημάτων και τα φορτία τους και έτσι να κάνουμε ελαφρότερα τα δικά μας φορτία. Είναι ένα βιβλίο, κάποτε σουρεαλιστικό, συχνά ονειρικό που μας θυμίζει όσα αξίζουν και συχνά, ανόητα ,χάνουμε.
Βάγια Χριστοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου