Τρίτη 28 Ιουνίου 2022

 

Μια ακόμη γόνιμη χρονιά έφτασε στο τέλος της, με ωραίες αναγνώσεις και ευκαιρία για συζήτηση, πάνω σε λογοτεχνικά διαμάντια που είχαμε την τύχη να διαβάσουμε.
Η επόμενη αναγνωστική μας χρονιά θα ξεκινήσει στις 11 Σεπτεμβρίου, ημέρα Κυριακή ως συνήθως, στις 7.30 μμ, στο Παλιό Ρολόι. Το βιβλίο που επιλέξαμε είναι ο Ιούδας του Άμος Οζ. (εκδόσεις Καστανιώτη)
Καλό καλοκαίρι σε όλους! 
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΡΙΤΙΚΕΣ O άλλος Ιούδας του Άμος Όζ (της Έλενας Χουζούρη)

O άλλος Ιούδας του Άμος Όζ

0
3320

 

Της Έλενας Χουζούρη.

Ο Άμος Όζ  δεν είναι μόνον ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους συγγραφείς  αλλά κι ένας εξαιρετικά ευαισθητοποιημένος  κοινωνικά και πολιτικά πνευματικός άνθρωπος,  με μια  ευρύτερη  και  πολυσύνθετη  έννοια του όρου.  Διαβάζοντας κανείς,  είτε τα μυθιστορήματα του Άμος Όζ, είτε τα  κείμενα του που αφορούν  την Ιστορία του Ισραήλ καθώς  και την πολιτική του απέναντι στους Παλαιστίνιους,  [Το Ισραήλ, η Παλαιστίνη και η Ειρήνη, Καστανιώτης 1997] είτε την εβραϊκή γραμματεία και τις μακραίωνες παραδόσεις της, [Οι Εβραίοι και οι λέξεις, Καστανιώτης 2014]   καθώς και την ίδια την λογοτεχνία,  [Η αρχή της Ιστορίας, Καστανιώτης 2001], μπορεί να κατανοήσει   αφενός το εύρος και το βάθος της σκέψης του Ισραηλινού συγγραφέα, αφετέρου να του δοθεί η δυνατότητα  μιας  διαφορετικής και  πιο σύνθετης ανάγνωσης των πολύπλευρων ζητημάτων που αφορούν στο κράτος του Ισραήλ,  από την γέννησή του έως σήμερα,  με επίκεντρο την ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη.   Ο Όζ είναι ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος δέκτης των όσων συμβαίνουν ή έχουν συμβεί στη χώρα του με τη μεγάλη ωστόσο διαφορά ότι  η λογοτεχνία του πόρρω απέχει από το να είναι καταγγελτική, διδακτική ή «στρατευμένη» με τη μία ή την άλλη πλευρά.  Εκείνο που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι οι αντιδράσεις των καθημερινών ανθρώπων σε καίριες στιγμές, είτε αυτές αφορούν την μικροιστορία τους,  είτε την μεγάλη Ιστορία, είτε την μακραίωνη παράδοσή τους.  Και βέβαια οι αντιφάσεις τους, οι πολυπλοκότητες τους αφού και το ίδιο το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται μοιάζει εξίσου αντιφατικό, και πολυσχιδές.  Έχω την άποψη,  ότι αυτός ακριβώς  ο ανθρωποκεντρισμός του Όζ  βοηθάει τον, μη Ισραηλινό, αναγνώστη να κατανοήσει  τις βαθύτερες και αντιφατικές, εν πολλοίς,  πτυχές της ψυχοσύνθεσης των ανθρώπων – των φερμένων από διαφορετικές χώρες της Ευρώπης αλλά και της Μέσης Ανατολής, με διαφορετικές κουλτούρες  και γλώσσες, αλλά με παρόμοιους φόβους και μια κοινή αγωνία να ριζώσουν στα αρχαία τους χώματα για  να γλυτώσουν, επιτέλους,  από τους διωγμούς αιώνων, με αποκορύφωμα την τερατωδία της Σοά. Ωστόσο, σ’ αυτά ακριβώς τα αρχαία χώματα κατοικούσε, από πολλούς αιώνες, κι ένας άλλος , επίσης σημιτικής προέλευσης, λαός, οι Άραβες. Τι θα γινόταν μ’ αυτούς; Το αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα  Ιστορία αγάπης και σκότους [Καστανιωτης 2004]  είναι ενδεικτικό. Η ίδια, άλλωστε,  η προσωπική ιστορία του Όζ έχει να μας πει πολλά για την ψυχολογική και ιδεολογική του διαμόρφωση.   Ο Άμος Όζ γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ, στη συνοικία Κερέμ Αβραάμ, το 1939, ως Άμος Κλάουσνερ. Γιος Πολωνοεβραίων μεταναστών χάνει την μητέρα του στα δώδεκα  του χρόνια, απώλεια που τον σημαδεύει,  φεύγει από το σπίτι του στα δεκαπέντε για να πάει να ζήσει σε κιμπούτς,  αυτά τα υποδείγματα σοσιαλιστικής κοινοβιακής οργάνωσης, συγκεκριμένα στο κιμπούτς Χούλντα, όπου θα παραμείνει έως τα 47 του χρόνια, δηλαδή το 1986, με εξαίρεση τα χρόνια των σπουδών του –φιλοσοφία και λογοτεχνία-στο Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Στο κιμπούτς θα αλλάξει και το επίθετό του σε Όζ που στα εβραϊκά σημαίνει δύναμη. Θα πάρει μέρος στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το 1967 καθώς και σ’ εκείνον του Γιομ Κιπούρ, το 1973.  Αρχίζει να γράφει διηγήματα από πολύ νέος αλλά το πρώτο του μυθιστόρημα  Ο Μιχαέλ μου εκδίδεται το 1968. Ο Όζ δεν θα μείνει καθόλου αδιάφορος απέναντι στο παλαιστινιακό ζήτημα  και στις ισραηλινο-παλαιστινιακές συγκρούσεις που το ακολουθούν. Ενταγμένος για πολλά χρόνια  στο φιλειρηνικό ισραηλινό κίνημα, είναι από τις πρώτες συνειδητές φωνές που υποστήριξαν και συνεχίζουν να υποστηρίζουν την ανάγκη ύπαρξης δύο ανεξάρτητων κρατών στην περιοχή, που θα ζουν ειρηνικά το ένα, γειτονεύοντας με το άλλο.  Το φιλελεύθερο, ανοιχτό  και ακάθιστο πνεύμα του Ισραηλινού συγγραφέα δεν είναι λίγες οι φορές που προκάλεσε την αντίδραση του παραδοσιακού και συντηρητικού  ισραηλινού ακροατηρίου.   Άραγε το ίδιο θα συμβεί – ή έχει ήδη συμβεί- με το τελευταίο μυθιστόρημά του Ιούδας  που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες και στην χώρα μας από τις εκδόσεις  Καστανιώτη;  Μήπως όμως αυτό το κορυφαίο κατά την άποψη μου μυθιστόρημα του Άμος Όζ θα προκαλέσει εξίσου αναστάτωση και στους  απανταχού πιστούς Χριστιανούς;  Και μήπως τελικά για μια ακόμη φορά ο Όζ μας βάζει αντιμέτωπους με μια σειρά πολιτικά, κοινωνικά, θεολογικά, φιλοσοφικά ζητήματα με κοινό παρονομαστή τον άνθρωπο, τις σχέσεις του με τους άλλους και τις αντιδράσεις τους,  καθώς  αυτοί πράττουν και βιώνουν την δική τους μικροιστορία, μέσα στην μεγάλη Ιστορία που, κάποτε,  λειτουργεί ερήμην τους;  Πιστεύω, πως ναι. Αλλά ας δούμε τι ακριβώς συμβαίνει στο μυθιστόρημα του Όζ και πώς προκύπτουν τα παραπάνω ερωτήματα.

 

Ιερουσαλήμ, 1959-1960. Χειμώνας.  Άρα, μια βροχερή,  γκριζωπή, σκυθρωπή,  Ιερουσαλήμ, δώδεκα μόλις χρόνια από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας  και έντεκα  από την επίσημη ανακήρυξη του νεοσύστατου Κράτους  του Ισραήλ  από τον Μπεν Γκουριόν.  Μια Ιερουσαλήμ, ήδη χωρισμένη στα δυο:  Aπό  την μια πλευρά η Ισραηλινή,  από την άλλη η Ιορδανική.  Τα σημάδια του πολέμου ακόμη νωπά.  Οι μνήμες περισσότερο. Στο μυθιστορηματικό σκηνικό  τρία βασικά πρόσωπα: Ο  Σμούελ  Άς, ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος,  ευκολοσυγκίνητος  και δυσπροσάρμοστος, γενειοφόρος  εικοσιπεντάχρονος  φοιτητής, σοσιαλιστικών πεποιθήσεων  – οι αφίσες του Τσε Γκεβάρα και του Φιντέλ Κάστρο  είναι οι αγαπημένες του-ο οποίος, ξαφνικά,  αναγκάζεται να διακόψει και να αποχωριστεί ό,τι αγαπούσε  έως τότε.  Διακόπτει τις σπουδές του και την διατριβή του με το καινοφανές  θέμα  Εβραϊκές  απόψεις για τον Ιησού, όταν ο πατέρας του δεν έχει πια την οικονομική δυνατότητα  να τις χρηματοδοτεί.  Αποχωρίζεται την αγαπημένη του Γιαρντένα, όταν αυτή του ανακοινώνει ότι θα παντρευτεί έναν  προσγειωμένο, σίγουρο και υπάκουο υδρολόγο.  Διαλύεται στα εξ ων συνετέθη η..εξαμελής  Ομάδα Σοσιαλιστικής Ανανέωσης, στην οποία συμμετείχε, λόγω διαφωνιών για τον Στάλιν και το 20ου Συνέδριο του ΚΚΣΕ που αποφάσισε την αποσταλινοποίηση! Αποχωρίζεται τέλος  την   οικογένεια του και το πατρικό σπίτι και φεύγει προς αναζήτηση εργασίας και γενικότερα τύχης.

Ο Γκέρσομ Βαλντ, ένας εβδομηντάχρονος ανάπηρος , εξαιρετικά μορφωμένος, εξαιρετικά ευφυής, εξαιρετικά δύσκολος χαρακτήρας, εξαιρετικά εγωιστής και περήφανος ώστε να αποδεχθεί το βαθύτατο τραύμα που τον βασανίζει,  εξαιτίας του βάναυσου θανάτου του μοναχογιού του κατά τη διάρκεια της επίθεσης  των Αράβων της Υπεριορδανίας στο νεοσύστατο Ισραηλινό κράτος, το 1948.

Η σαρανταπεντάχρονη  Ατάλια, νύφη του Βαλντ, χήρα του γιου του Μίχα.  Mια όμορφη, απόμακρη, φαινομενικά σκληρή και ψυχρή γυναίκα που κρύβει βαθιά μέσα της δυο βασανιστικές  απώλειες.  Του συζύγου της Μίχα και ακόμη περισσότερο του πατέρα της Σαλτιέλ  Αμπραβανέλ, ο οποίος  ήρθε σε άμεση ιδεολογική σύγκρουση με τον Μπεν Γκουριόν, θεωρήθηκε προδότης για τις αιρετικές του απόψεις από την ηγεσία του νέου  ισραηλινού κράτους  και πέθανε περιφρονημένος και ξεχασμένος απ’ όλους.

Οι τρεις αυτοί, εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι , εκπρόσωποι τριών γενιών, θα βρεθούν να συγκατοικούν  καθ’ όλη την διάρκεια του χειμώνα του 1959-1960, σ’ ένα παράξενο και απομονωμένο σπίτι,  στην άκρη μιας συνοικίας της Ιερουσαλήμ,  που έβγαζε σε κατσάβραχα και κατηφόρες, σαν ριγμένο δηλαδή στο πουθενά.  Στο  σπίτι αυτό  θα βρεθεί, ο άνεργος και χωρίς οικονομικούς πόρους,  Σμούελ Ας, οδηγημένος από μια επίσης παράξενη αγγελία,  σύμφωνα με την οποία προσφέρεται σε άγαμο φοιτητή ανθρωπιστικών σπουδών, ικανό συνομιλητή και με έφεση στην Ιστορία,  δωρεάν στέγη και μικρό μηνιαίο μισθό, έναντι πέντε περίπου ωρών συντροφιάς  σε εβδομηντάρη ανάπηρο άνδρα, καλλιεργημένο και ευρυμαθή…….

Με την αγγελία αυτή ο Όζ θέτει τους πρώτους άξονες του μυθιστορήματος του.  Έτσι από το  4ο ήδη υποκεφάλαιο του μυθιστορήματος, από τα 51, αφήνουμε την βροχερή και χειμωνιάτικη Ιερουσαλήμ στους δρόμους  της οποίας έως τότε  κινείται ο Σμούελ Άς, και βρισκόμαστε μέσα στο ημιφωτισμένο γραφείο – σαλόνι του Γκέρσομ Βαλντ να παρακολουθούμε τις συζητήσεις ανάμεσα στον νεαρό φοιτητή και τον ηλικιωμένο ανάπηρο, να εντυπωσιαζόμαστε από το περιεχόμενο αυτών των συζητήσεων, να «ακούμε» τις ιστορίες και τα πρόσωπα που ξεπηδούν από αυτές , ενώ κάθε τόσο κάνει την εμφάνισή της η απόμακρη, ψυχρή, και άκρως γοητευτική Ατάλια,  την οποία ο Σμούελ νομοτελειακά, ερωτεύεται.  Και γιατί ζητήματα τέλος πάντων συνομιλούν  ο Σμούελ Άς και ο Γκέρσομ Βαλντ, καθημερινά,  από τις πέντε το απόγευμα έως τις 11 το βράδυ;

Εδώ, θεωρώ, ότι αναδεικνύεται η συγγραφική μαεστρία του Άμος Όζ καθώς και το βάθος και το εύρος του στοχασμού του. Διότι, μέσα από αυτές τις συζητήσεις – διαλογική  μέθοδος  με απαρχές από την αρχαιότητα-  ο Οζ θέτει το κεφαλαιώδες ζήτημα του  φανατισμού, της μισαλλοδοξίας, των εμμονών, ιδεολογικών και θρησκευτικών, και έως πού μπορούν να οδηγήσουν αυτές.  Ταυτόχρονα δεν χάνει από τον ορίζοντά του το ίδιο το Ισραήλ, αναπτύσσοντας  ένα πολύπτυχο και πολύπλευρο δίκτυ προβληματισμών και θέτοντας πολλαπλές ερωτήσεις  δια  στόματος των δύο συζητητών, τις περισσότερες φορές αντίθετες και αντικρουόμενες.  Κεντρικός άξονας  όλων των παραπάνω προβληματισμών: Η προδοσία.  Και ποιος αποτελεί το αρχέτυπο της προδοσίας;   Ο Ιούδας Ισκαριώτης. Και κατ’ επέκταση, ποιος αποτελεί το αρχέτυπο του κακού, πονηρού, φιλάργυρου Εβραίου που πρέπει να εκδιωχθεί, να εξαφανιστεί από προσώπου γης; Ο Ιούδας  Ισκαριώτης.  Έτσι ο Ισραηλινός συγγραφέας τολμά να θέσει υπό των τύπων των ήλων ένα από τα θέματα-πυλώνες  του ιουδαισμού και του χριστιανισμού.   Αφηγηματική αφορμή, η διατριβή του Σμούελ Άς  Εβραικές απόψεις για τον Ιησού, σελίδες της οποίας παρεμβάλλονται ανάμεσα στις συζητήσεις των δύο ανδρών.  Από τις σελίδες αυτές αλλά και από τα σχόλια που κάνουν σχετικά οι δύο συζητητές αναφύονται μια σειρά καίρια ερωτήματα:  Ποιος υπήρξε στην πραγματικότητα ο Ιούδας Ισκαριώτης και ποιος μπορεί να ήταν ο λόγος που πρόδωσε τον δάσκαλό του; Ποιος ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος , ο δάσκαλος του Ιούδα; Ήταν όντως Υιός  του Θεού, σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ή  ένας υψηλότατων αξιών και πεποιθήσεων, μοναδικός Άνθρωπος,  που κατά τη δική του δήλωση δεν είχε έρθει να καταλύσει το Νόμο [σ.σ τον Μωσαικό] αλλά να τον διορθώσει και που όταν ρωτήθηκε αν είναι Υιός του Θεού είχε απαντήσει ευσχήμως  Σύ είπας;   Θα υπήρχε χριστιανισμός αν δεν είχε προυπάρξει η προδοσία του Ιούδα που οδήγησε τον Ιησού στην Σταύρωση;  Θα υπήρχε όλο το διαχρονικό ανάθεμα των όπου γης Εβραίων, τα συνεχή πογκρόμ,  με τελικό αποκορύφωμα το Ολοκαύτωμα, αν δεν είχε παγιωθεί στις χριστιανικές συνειδήσεις η ιστορία της προδοσίας του Ιούδα; Και γιατί οι  χριστιανικές Γραφές δεν αναφέρουν ποτέ μια αναμφισβήτητη αλήθεια, ότι δηλαδή εκτός από τον κακό Εβραίο Ιούδα υπήρχε και το ακριβώς αντίθετό του: Ο επίσης Εβραίος Ιησούς;  Και αν οι Χριστιανοί  πιστεύουν στην κακότητα της προδοσίας του Ιούδα, τι πιστεύουν και τι έχουν γράψει, τόσο για τον Ιούδα όσο και για τον Ιησού, από την δική τους πλευρά, οι Εβραίοι;   O Oζ, μέσω του αφηγηματικού προσωπείου του Σμούελ  Άς και της διατριβής του,  προτείνει μια εντελώς διαφορετική αφήγηση  της ιστορίας της προδοσίας του Ιούδα ανατρέποντας αυτές  της χριστιανικής παράδοσης. Παράλληλα στέκεται ιδιαίτερα σεβαστικά προς τον Ιησού τον Ναζωραίο, επικρίνοντας  εκείνους τους Εβραίους  που με τα γραπτά τους, του έχουν, κατά καιρούς, επιτεθεί η χλευάσει.  Στο κεφάλαιο 18, ο Γκέρσομ Βαλντ λέει στον Σμούελ  Άς: «Η γλώσσα αυτών των Εβραίων, όταν επιτίθενται στον Ιησού και τους ακολούθους του, δεν διαφέρει σε τίποτε από τις αισχρολογίες των αντισημιτών όταν επιτίθενται στους Εβραίους και στον ιουδαισμό» Και αμέσως μετά: «Αν θέλεις να προκαλέσεις τον Ιησού τον Ναζωραίο, οφείλεις να ανυψωθείς λίγο, όχι να κατέβεις στον βούρκο».  Με άλλα λόγια, ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία, από όποια θρησκεία ή ιδεολογία κι αν προέρχονται και γενικότερα οι όποιοι μεσιανισμοί ή οι όποιες σωτηριολογικές αφηγήσεις, όταν μετεξελιχθούν σε εξουσία  αντί να σώσουν, καταστρέφουν.  Και από τον Ιούδα και τον Ιησού,  ο Όζ κάνει ένα γενναίο χρονικό άλμα, φτάνει στο 1948,  για  να τοποθετήσει  στο αφηγηματικό σύμπαν του μυθιστορήματος του μια άλλη προδοσία, πιο χειροπιαστή και οικεία από εκείνη του Ισκαριώτη.  Του Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, του πατέρα της Ατάλια.  Με αφορμή όμως αυτήν την «προδοσία»   θέτει μια σειρά καίριων πολιτικών προβληματισμών  και ερωτημάτων  που αφορούν την γέννηση του κράτους του  Ισραήλ,  τις σχέσεις  και τις συγκρούσεις του με τους Άραβες Παλαιστίνιους.   Με τον Σαλτιέλ  Αμπραβανέλ, κομβικό πρόσωπο, ο οποίος, αν και απών,  είναι εντόνως παρών στο μυθιστόρημα,  βάζοντας την δική του σφραγίδα  σ’ αυτό.  Εξάλλου, το απομονωμένο σπίτι όπου ζουν ο Γκέρσομ Βαλντ και η Ατάλια ανήκε στον Αμπραβανέλ,  ενώ στο κλειστό του- από τότε που πέθανε- δωμάτιο δεν επιτρέπεται να μπει κανείς.  Όταν ο νεαρός Σμούελ εισέρχεται  τρόφιμος στο σπίτι, σταδιακά γίνεται κοινωνός μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας μυστηρίου αλλά και μύθου γύρω από τον Σαλτιέλ Αμπραβανέλ.  Το ίδιο και ο αναγνώστης, καθώς η προσωπικότητα του επίμαχου «προδότη»  χτίζεται ψηφίδα ψηφίδα και αναδεικνύεται ενώ  προχωρούν οι συζητήσεις ανάμεσα στον Σμούελ και στον Βαλντ. Και γιατί προδότης; Τι και  ποιόν πρόδωσε ο Αμπραβανέλ ώστε να εξοστρακιστεί, να σηκώσει το βάρος του αναθέματος, τελικά να πεθάνει απομονωμένος  σ’ εκείνο το σπίτι και περιφρονημένος;  Γιατί, σύμφωνα με τα λόγια  του Γκέρσομ Βαλντ , ήταν ο μόνος που το 1948 προσπάθησε  μάταια να πείσει τον  Μπεν Γκουριόν ότι ήταν ακόμα εφικτό να καταλήξουμε σε μια συμφωνία με τους Άραβες, σχετικά με την αποχώρηση των Εγγλέζων και τη δημιουργία μιας ενιαίας συγκυριαρχίας  Αράβων και Εβραίων, με την προυπόθεση να εγκαταλείψουμε την ιδέα ενός εβραικού κράτους…  Είναι λοιπόν προδότης ο Αμπραβανέλ επειδή ήταν ιδεαλιστής, ονειροπόλος και πιθανόν πιο μπροστά από την εποχή του; Ποιος από τους δύο είχε δίκαιο; Ο ονειροπόλος  και υπέρμαχος της ειρηνικής συμβίωσης με τους Άραβες  Αμπραβανέλ ή ο ρεαλιστής, σιωνιστής  Μπεν Γκουριόν, υπέρμαχος ενός εθνικού κράτους για τους Εβραίους;  Στην έντονη σχετική συζήτηση, ο Σμούελ,  με την έξαψη της νιότης του, επιδίδεται σε μια σκληρή κριτική στον Μπεν Γκουριόν – εδώ ο Όζ εκπλήσσει τον αναγνώστη με την τόλμη του, δεν αποκλείεται να είχε παρόμοιες απόψεις στα νιάτα του-ο  Βαλντ από την άλλη, σοφότερος, μετά από όσα έχει δει και πάθει, κρατάει μια πιο ισορροπημένη στάση, επιλέγοντας τελικά τον ρεαλισμό του Μπεν Γκουριόν, χωρίς όμως να στέκεται καταδικαστικά απέναντι στον Αμπραβανέλ.  Ο γενικότερος σκεπτικισμός του αφορά το οτιδήποτε απόλυτο ως προς την αλήθεια την οποία πρεσβεύει, διότι η όποια απολυτότητα, ακόμα και η πιο ανιδιοτελής και ουτοπική μπορεί, κάτω από συγκεκριμένες  συνθήκες,  να οδηγήσει στην καταστροφή.  Άρα, ποιος προδότης, ποια προδοσία, ποιοι οι δικαιωμένοι και πάει λέγοντας.

 

Στο βαθιά φιλοσοφικό και έντονα πολιτικό  μυθιστόρημα του Όζ υπάρχει κι ένα τρίτο εξίσου ισχυρό επίπεδο: Εκείνο των ανθρώπινων σχέσεων που διαμορφώνονται και εξελίσσονται κάτω από ιδιόμορφες συνθήκες, όπως αυτές τις οποίες βιώνουν οι τρεις βασικοί πρωταγωνιστές.  Και οι τρεις κανοναρχούνται από συναισθήματα απώλειας και κοινωνικής  απομόνωσης. Και οι τρεις αναγκάζονται να συμβιώσουν σ’ έναν δυστοπικό χώρο, φορτισμένο από το βάρος του κοινωνικού αναθέματος αλλά και του πένθους. Και οι τρεις προσέρχονται  σ‘ αυτόν τον έντονα θεατρικό χώρο – θα μπορούσαν να είναι ήρωες του Μπέκετ- με  αρνητικά ή  ελάχιστα θετικά συναισθήματα,  πασπαλισμένα με καχυποψία, αμηχανία, αλαζονεία και σαφή έλλειψη εμπιστοσύνης.  Καθώς όμως οι βαρείς, συννεφιασμένοι, γκριζωποί, χειμωνιάτικοι μήνες περνούν,  αυτά τα αρνητικά συναισθήματα διαφοροποιούνται. Και δεν είναι μόνον ότι ο νεαρός Σμούελ ερωτεύεται την αγέρωχη Ατάλια – όλοι οι προηγούμενοι νεαροί την είχαν επίσης ερωτευτεί- αλλά ότι οι τρεις αυτοί άνθρωποι γλυκαίνουν,  τα προσωπεία τους ραγίζουν, τα συναισθήματά τους ανεβαίνουν στην επιφάνεια, πλησιάζουν ο ένας τον άλλον ειλικρινά.  Δεν είναι τυχαίο ότι η Ατάλια αφήνει τον Σμούελ να μπεί στο άδυτο του δωματίου του πατέρα της και του μιλά γι αυτόν. Δεν έρχεται τυχαία το αποχαιρετιστήριο, πατρικό φιλί που δίνει ο Γκέρσομ Βαλντ στο μέτωπο του Σμούελ.  Αυτός ο κλειστός, ημιφωτισμένος, δυστοπικός χώρος μοιάζει σαν να έχει επιφέρει μια κάθαρση και στους τρεις συγκάτοικους.  Πιο πολύ όμως στον Σμούελ ο οποίος φεύγει  από το σπίτι του Αμπραβανέλ,  κουβαλώντας το σακίδιό του, και πάλι μόνος, αλλά ανάλαφρος,   καθώς η Άνοιξη πια απλώνεται γύρω του, εγκαταλείπει την διαιρεμένη Ιερουσαλήμ, και στα καινούργια μέρη που πάει στέκεται να αναρωτηθεί.  Κι έτσι τελειώνει το μυθιστόρημα με μια διαρκή απορία, ένα συνεχές ερωτηματικό, χωρίς την  βεβαιότητα μιας οποιασδήποτε τελικής απάντησης.

Μπορεί να ακουστεί ελάχιστη, μετά από όλα τα παραπάνω, η διαπίστωση  με πόση αφηγηματική μαεστρία ξετυλίγεται  το μυθιστόρημα, πως δένονται τα αφηγηματικά  του επίπεδα, πώς εναλλάσσονται τα διαλογικά μέρη με την «διατριβή» του φοιτητή,  πώς αναδεικνύονται οι χαρακτήρες , πώς παρεισφρύει η Ιερουσαλήμ στον δυστοπικό χώρο του σπιτιού και τον ανοίγει – η νυχτερινή πόλη, με το φεγγάρι να την φωτίζει μυστηριακά,  με παρέπεμψε σε μια παρόμοια μυθιστορηματική νύχτα της, στη «Λέσχη» του Τσίρκα-  και βέβαια η γλώσσα, πλούσια και χυμώδης, δοσμένη εξαιρετικά από την μεταφράστρια Μάγκυ Κοέν.  Εν κατακλείδι, ένα σπουδαιότατο μυθιστόρημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου